ἄκομψος — unadorned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκομψος — η, ο (Α ἄκομψος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν είναι κομψός, άχαρος, ακαλαίσθητος αρχ. 1. αστόλιστος, ακαλλώπιστος 2. αγροίκος, άξεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κομψός. ΠΑΡ. νεοελλ. ακομψία] … Dictionary of Greek
άκομψος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι κομψός, ο άγαρμπος: Το ντύσιμό της είναι πολυτελές αλλά άκομψο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκομψότερον — ἄκομψος unadorned adverbial comp ἄκομψος unadorned masc acc comp sg ἄκομψος unadorned neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκομψότατον — ἄκομψος unadorned masc acc superl sg ἄκομψος unadorned neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκόμψως — ἄκομψος unadorned adverbial ἄκομψος unadorned masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκομψον — ἄκομψος unadorned masc/fem acc sg ἄκομψος unadorned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκόμψου — ἄκομψος unadorned masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκόμψους — ἄκομψος unadorned masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκόμψων — ἄκομψος unadorned masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκόμψῳ — ἄκομψος unadorned masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)